- ανεπίδετος
- η , ο [ος , ον ] незавязанный, иеперевязанный (о ране)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεπίδετος — not bandaged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίδετος — η, ο (Α ἀνεπίδετος, ον) αυτός που δεν επιδέθηκε «ανεπίδετα τραύματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιδέω (Ι) «περιβάλλω με επίδεσμο, επιδένω»] … Dictionary of Greek
ανεπίδετος, -η — ο αυτός που δεν επιδέθηκε: Το τραύμα του είχε μείνει για αρκετή ώρα ανεπίδετο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπίδετον — ἀνεπίδετος not bandaged masc/fem acc sg ἀνεπίδετος not bandaged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέτοις — ἀνεπίδετος not bandaged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέτων — ἀνεπίδετος not bandaged masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδετα — ἀνεπίδετος not bandaged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)